δαμασκηνιά — η οπωροφόρο δέντρο: Στην αυλή έχουμε μια δαμασκηνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
προύμνη — η, ΝΜΑ η δαμασκηνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. προύμνη «δαμασκηνιά» και προῦμνον «δαμάσκηνο» (πρβλ. και λατ. prunus, prunum), όπως και το αντίστοιχο δέντρο, προέρχονται πιθ. από τη Μικρά Ασία (πρβλ. πιθ. και το φρυγικό τοπωνύμιο Πρυμνησσός)] … Dictionary of Greek
Damaskinia — (Greek: Δαμασκηνιά, Bulgarian: Видолуща) is a small town located in the Tsotyli municipality, in the far west of the Kozani Prefecture, itself in the Greek region of Macedonia.[1] The town s postal code is 50002.[2] References ^ … Wikipedia
βαρδασιά — και βαρδανιά, η [βαρδάσα] ποικιλία του δέντρου του γένους Προύνος, Prunus domestica, δαμασκηνιά με καρπούς μακρουλούς, πρασινωπούς … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
βράβυλος — βράβυλος, η (Α) 1. άγρια δαμασκηνιά 2. ο καρπός αγριοδαμάσκηνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βράβυλο] … Dictionary of Greek
δαμασκηνέα — η βλ. δαμασκηνιά … Dictionary of Greek
δαμασκηνή — η βλ. δαμασκηνιά … Dictionary of Greek
δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… … Dictionary of Greek